Το αετόπουλο μεγάλωσε, και πλησίαζε η μέρα που θα πετούσε για πρώτη φορά. Μια μέρα λοιπόν εκεί που καθόταν και ετοίμαζε τα φτερά του, τα χτένιζε τα γυάλιζε τα ξεψείριαζε, έρχεται ένα σκουλήκι. «Φτερά είναι αυτά; του λέει. Αμάν, τι βαριά που φαίνονται! Πωπω πώς μπορείς, κοίτα εμένα που δεν έχω να κουβαλάω φτερά, είμαι χαλαρός και λάιτ, μια χαρά την περνάω» και έφυγε.
Το αετόπουλο έμεινε αποσβολωμένο. Άρχισε να κοιτάει τα φτερά του και να έχει δεύτερες σκέψεις. Και όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο πιο πολύ τον βάραιναν! Πήγε στον πατέρα του με κάτι μούτρα μέχρι κάτω.
«Έλα τώρα που κάθεσαι και ακούς ένα σκουλήκι!! του είπε ο αετός. Πέτα βρε, πέτα και θα καταλάβεις» και μπαπ, του δίνει μία και τον ρίχνει από τον γκρεμό.
Το αετόπουλο προφανώς τα χρειάστηκε στην αρχή, έχανε έδαφος, «αυτό ήταν, εδώ θα αφήσω τα κοκκαλάκια μου, δηλαδή όχι εδώ, σε 1500 μέτρα περίπου, όχι ότι έχει σημασία…» σκεφτόταν.
Αλλά μετά άρχισε ενστικτωδώς να χτυπάει τα φτερά του πάνω κάτω, ώσπου ύστερα από λίγο (ατσούμπαλο) ταλάντεμα τα κατάφερε και το ρεγουλάρισε. Άρχισε να πετάει από κορφή σε κορφή. Έβλεπε από κάτω τις κοιλάδες, τα ποτάμια, τη θάλασσα όπου κατέληγαν. Όλα ενώνονταν σε ένα υπέροχο τοπίο. Στο τέλος κάθισε σε μια κορφούλα να ξεκουραστεί. Κοίταξε κάτω και γέμισε από ένα αίσθημα ειρήνης και αγαλλίασης.
«Τι φοβερή θέα, σκέφτηκε. Άξιζε τον κόπο. Α ρε σκουλήκι, να ήσουν από καμιά μεριά να με έβλεπες, από τη λάσπη εκεί κάτω που σε καρφώνει…
Αν ήταν βάρος τα φτερά, θα ήταν βάρος και η χαρά, που τώρα με φτερώνει!»
Δεν την έβγαλα από το μυαλό μου, την είχα ακούσει πριν πολλά χρόνια αυτήν την ιστορία, αλλά τότε μπενάκης βγενάκης. Τότε ήμουνα πολύ της νοοτροπίας του δε βαριέσαι αδερφέ, ωχ κουραστικό μου ακούγεται το ένα, δεν το κάνω, ωχ ταλαιπωρία φαίνεται το άλλο, δεν πάω, ωχ ακριβό-ΓΚΟΥΧ-εντάξει καταλάβατε. Ενώ τώρα σκέφτομαι ότι κάποια από αυτά ίσως και να άξιζαν τον κόπο που συνεπάγονταν.
Που λέτε, την είχαμε τραγουδήσει με μια χορωδία! Βασικά μια παραλλαγή αυτής γιατί δέχτηκε πολύ κοψοράψιμο από την αφεντιά μου μιας και δεν τη θυμόμουν ακριβώς, και δεύτερον επειδή το σκουλήκι τότε είχε φάει λογοκρισία. Κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να μείνει, γιατί πιστεύω ότι συμβολίζει όλους αυτούς που μας λένε «ωχ τώρα πού μπλέκεις, τι ταλαιπωρείσαι, δεν μπορείς να το κάνεις κλπ κλπ» και μας επηρεάζουν συνειδητά ή άθελά τους. Και εντάξει αν είσαι στον κόσμο σου και δεν ακούς κανέναν, αλλά οι περισσότεροι από εμάς επηρεαζόμαστε λίγο πολύ.